- σουρβιά
- Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με 5 ελεύθερα πέταλα, γενικά λευκά, και ωριμάζουν μικρούς καρπούς, σφαιρικούς ή προμήκεις, κιτρινωπούς ή κόκκινους. Όλα είναι φυλλοβόλα.
Πολύ διαδομένος στην Ελλάδα, ως αυτοφυής ή καλλιεργούμενος είναι ο σόρβος ο ήμερος. Δεντρύλλιο γνωστό στους αρχαίους Έλληνες (όα, όη, ούη και οι καρποί ούα, τα σημερινά ούβα ή σούρβα) και στους Ρωμαίους, έχει φύλλα φτερωτά, περιττόληκτα, με φυλλάρια προμήκη, οδοντωτά. Παράγει καρπούς, τα σούρβα, που είναι διατεταγμένοι κατά ομάδες και κρεμαστοί και μοιάζουν με μικρά μήλα. Έχουν χρώμα κιτρινοπρασινωπό και κόκκινο και συλλέγονται ενώ είναι ακόμη άγουροι, ξινοί, για να διατηρηθούν μέσα στο άχυρο μέχρι να ωριμάσουν. Με τις συνθήκες αυτές η σκοτεινόχρωμη σάρκα μαραίνεται και παίρνει υπόξινη, αρωματική, ευχάριστη γεύση.
Ένα είδος διαδομένο στα ορεινά δάση της Ηπείρου και του Άθω είναι ο σόρβος των πτηνών, δεντρύλλιο με φύλλα επίσης φτερωτά, περιττόληκτα και φυλλάρια οδοντωτά, με μικρά άνθη, λευκά, διατεταγμένα κατά κορύμβους. Οι καρποί του κατά ομάδες, κρεμαστοί, μεγέθους μπιζελιού, έχουν ωραίο ζωηρό κόκκινο χρώμα. Δεν τρώγονται από τους ανθρώπους, είναι αγαπητοί όμως στα πουλιά (κοτσύφια, κόρακες κλπ.), γι’αυτό και πολλές φορές χρησιμοποιούνται για δόλωμα.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει ακόμα τρία είδη: σόρβο τον αντιδυσεντερικό, από τον ξινό καρπό του οποίου παρασκευάζεται ένα οινοπνευματώδες ποτό, σόρβο τον χαμαιμέσπιλο, με άνθη ρόδινα, και σόρβο τον σκιαδανθές, που λέγεται και αγριομηλιά, αγριοκυδωνιά ή τροκκιά.
Σόρβος η αρία, που παράγει κόκκινους εδώδιμους καρπούς.
Σόρβος ο ήμερος. Οι καρποί του μαζεύονται άγουροι.
* * *και σορβιά και, λόγιος τ. σορβία, η, Νβοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Sorbus torminalis τού γένους Σόρβος που απαντά στις ορεινές περιοχές τής ηπειρωτικής Ελλάδας και τής Πελοποννήσου και είναι γνωστό και πλατανόφυλλη σορβία, αλλ. πρακανιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούρβο + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμον-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.